- τανύρροιζος
- -ον, Ααυτός που προκαλεί ισχυρό συριστικό ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ῥοίζος «συριστικός ήχος» (πρβλ. ἁλί-ρροιζος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τανυρροίζοισι — τανύρροιζος whizzing along masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυρροίζοισιν — τανύρροιζος whizzing along masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)